-
1 καταρχω
1) тж. med. класть начало, начинать, приступатьτίνες κατῆρξαν μάχης ; Aesch. — кто (первый) начал сражение?;ὁδοῦ κ. Soph. — начинать (первым) путь, т.е. идти впереди (кого-л.);οἱ κατηργμένοι τινός Plat. — приступившие к чему-л.;δεινοῦ λόγου κατῆρξας Soph. — ты начал странную речь;θαυμαστόν τινα κατῆρχε λόγον Plat. — (он) завел какую-то диковинную речь;αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν Xen. — (Кир) первый подавал пример этого;κατάρχεσθαι στεναγμόν Eur. — поднимать вопль2) культ., med. приступать к жертвоприношению, начинать обрядΝέστωρ χέρνιβά τ΄ οὐλοχύτας τε κατήρχετο Hom. — Нестор начал омовение рук и осыпание (жертвы) ячменем, т.е. приступил к жертвоприношению;
ἐπεὴ αὐτοῦ πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Her. — когда (египтяне) приступили к тому, чтобы принести его в жертву;κατάρχομαι μέν, σφάγια δ΄ ἄλλοισιν μέλει Eur. — я начинаю обряд жертвоприношения, заклание же (жертвы) - дело других3) med. приносить в жертву, закалывать(τοῦ τράγου Arph.)
κατάρχεσθαι ξίφει Eur. — закалывать (жертву) мечом;κατάρξασθαι θυμάτων Eur. — совершить жертвоприношения4) med. посвящатьᾗ σὸν κατῆρκται σῶμα Eur. — (богиня), которой посвящена ты (досл. твое тело)
5) med., ирон. дубасить, бить, колотитьσκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc. — взяв дубину, он отделал меня
6) med. убивать, умерщвлять(ἅπαντας Plut.)
См. также в других словарях:
Μουσείο, Λαογραφικό του Λαογραφικού Πελοποννησιακού Ιδρύματος — Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1974 από την ενδυματολόγο σκηνογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, με σκοπό τη μελέτη και την προβολή του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Η πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του ιδρύματος επιβραβεύτηκε το … Dictionary of Greek
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κούτσα — (I) η (Μ κούτσα) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα 2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων 3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος 4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο… … Dictionary of Greek
ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… … Dictionary of Greek
βαρβατίλα — η [βαρβάτος] 1. ο γενετήσιος οργασμός, κυρίως του τράγου, των αρσενικών ζώων και των αντρών 2. η κακοσμία κατά την περίοδο του οργασμού 3. (για άντρες) κακοσμία από την απλυσιά … Dictionary of Greek
φριμαγμός — ο, ΝΜΑ [φριμάσσομαι] το φρίμασμα αρχ. (κατά τον Αμμών.) «φριμαγμός ἡ τοῦ τράγου φωνή» … Dictionary of Greek
χηλόπους — ουν, Α (για τον Πάνα) αυτός που έχει πόδια με χηλές, σαν τού τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. τραγό πους, χαλκό πους] … Dictionary of Greek
γιδιά — η 1. το δέρμα της γίδας ή του τράγου. 2. σάκος από δέρμα γίδας όπου βάζουν γάλα, τυρί κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγίλα — η η μυρουδιά του τράγου, η βαρβατίλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγογένης — ο 1. αυτός που έχει γένια σαν του τράγου. 2. όποιος έχει γένια και μάλιστα ο κληρικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek